- θησαυρίζω
- 1. αμετ. богатеть, обогащаться, наживаться;2. μετ. 1) копить, наживать (деньги); 2) собирать, коллекционировать (слова, пословицы и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θησαυρίζω — store pres subj act 1st sg θησαυρίζω store pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρίζω — θησαυρίζω, θησαύρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θησαυρίζω — (ΑΜ θησαυρίζω) [θησαυρός] αποταμιεύω, αποθησαυρίζω («ἐν ἀσφαλείη τὰ χρήματα θησαυρίζειν», Ηρόδ. νεοελλ. καταρτίζω συλλογή («θησαυρίζω τις παροιμίες») νεοελλ. μσν. 1. (αμτβ.) πλουτίζω, σχηματίζω θησαυρό, έχω ή αποκτώ περιουσία 2. (μτβ.) κάνω… … Dictionary of Greek
θησαυρίζω — θησαύρισα, θησαυρίστηκα, θησαυρισμένος 1. αμτβ., αποκτώ πλούτη: Θησαύρισε από τις επιχειρήσεις του. 2. μτβ., συγκεντρώνω, αποταμιεύω: Θησαυρίζω πλούτη. – Θησαυρίζω υλικά αγαθά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θησαυρίζετε — θησαυρίζω store pres imperat act 2nd pl θησαυρίζω store pres ind act 2nd pl θησαυρίζω store imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρίζῃ — θησαυρίζω store pres subj mp 2nd sg θησαυρίζω store pres ind mp 2nd sg θησαυρίζω store pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρίσω — θησαυρίζω store aor subj act 1st sg θησαυρίζω store fut ind act 1st sg θησαυρίζω store aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθησαυρισμένα — θησαυρίζω store perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθησαυρισμένᾱ , θησαυρίζω store perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθησαυρισμένᾱ , θησαυρίζω store perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυριζομένων — θησαυρίζω store pres part mp fem gen pl θησαυρίζω store pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυριζόμενον — θησαυρίζω store pres part mp masc acc sg θησαυρίζω store pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυριζόντων — θησαυρίζω store pres part act masc/neut gen pl θησαυρίζω store pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)